- εξαίρετα
- επίρρ. прекрасно, превосходно
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐξαιρετά — ἐξαιρετός removable neut nom/voc/acc pl ἐξαιρετά̱ , ἐξαιρετός removable fem nom/voc/acc dual ἐξαιρετά̱ , ἐξαιρετός removable fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαίρετα — (AM ἐξαιρέτως) επίρρ. βλ. εξαίρετος … Dictionary of Greek
ἐξαίρετα — ἐξαιρετός removable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαιρετάς — ἐξαιρετά̱ς , ἐξαιρετός removable fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
εξαίρετος — η, ο (AM ἐξαίρετος, ον) [εξαιρώ] 1. εκλεκτός, διαλεχτός («εξαίρετος δάσκαλος, φίλος», «πολλαὶ δὲ γυναῑκές εἰσὶν ἐνὶ κλισίῃς ἐξαίρετοι», Ομ. Ιλ.) 2. όχι συνηθισμένος ή τυχαίος («μετ εξαίρετου τιμής, υπολήψεως», «ἐξαίρετον ἕλε μόχθον») νεοελλ. το… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Όσκαρ — I (Oscar). Όνομα βασιλιάδων της Σουηδίας και της Νορβηγίας. 1. Ό. Α’ (Παρίσι 1799 – 1859). Ήταν γιος του Γάλλου στρατηγού Μπερναρντότ. Όταν αργότερα ο πατέρας του έγινε βασιλιάς της Σουηδίας και της Νορβηγίας με το όνομα Κάρολος ΙΔ’ τον ονόμασε… … Dictionary of Greek
Όσκαρ — I (Oscar). Όνομα βασιλιάδων της Σουηδίας και της Νορβηγίας. 1. Ό. Α’ (Παρίσι 1799 – 1859). Ήταν γιος του Γάλλου στρατηγού Μπερναρντότ. Όταν αργότερα ο πατέρας του έγινε βασιλιάς της Σουηδίας και της Νορβηγίας με το όνομα Κάρολος ΙΔ’ τον ονόμασε… … Dictionary of Greek
Σινά — Χερσόνησος της Αιγύπτου, που βρίσκεται μεταξύ των κόλπων του Σουέζ και της Άκαμπα. Έχει έκταση 65 000 τ. χλμ. και στο μεγαλύτερο μέρος της είναι άνυδρη και άγονη. Ολόκληρο το νότιο τμήμα της αποτελείται από ένα κρυσταλλοπαγή ορεινό όγκο, που… … Dictionary of Greek
αγγείο — I (Βοτ.). Το ξυλώδες στοιχείο που αποτελεί μέρος του κυκλοφορικού συστήματος των αγγειωδών φυτών· το σύνολο των α. συγκροτεί ένα πυκνό και πολύπλοκο δίκτυο αγωγών, που διατρέχει ολόκληρο το φυτικό σώμα από τις ρίζες έως τις νευρώσεις των φύλλων.… … Dictionary of Greek